- αἰνίττομαι
- αἰνίσσομαιspeakdarklypres ind mp 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
παραινίττομαι — Α 1. υποδεικνύω με πλάγιο τρόπο, υποδηλώνω 2. υπαινίσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. > παρ(α) * + αἰνίττομαι «υπαινίσσομαι» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek
συναινίττομαι — Α υπαινίσσομαι ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰνίττομαι «υπαινίσσομαι» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek